- σεμνόστομος
- -ον, ΜΑ(με ειρων. σημ.) αυτός που λέγεται με πομπώδες ύφος, στομφώδης («σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέων ὁ μύθός ἐστιν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνόστομος — solemnly spoken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
σεμνόφωνος — ον, Μ ο σεμνόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek